- εὐπτόλεμος
- εὐπτόλεμος, ον, poet. for εὐπόλεμος, AP4.3b.22 (Agath.); [dialect] Ep. ἐϋπτ- Q.S.5.320.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπτόλεμος — εὐπτόλεμος και ἐυπτόλεμος (Α) ευπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόλεμος «πόλεμος»] … Dictionary of Greek
εὐπτολέμοις — εὐπτόλεμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπτολέμων — εὐπτόλεμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)